τυφλωμένος

τυφλωμένος
η , ο[ν] прям. , перен. ослеплённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τυφλωμένος" в других словарях:

  • λημώ — (Α λημῶ, άω) [λήμη] έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτια αρχ. (κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ. β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις»… …   Dictionary of Greek

  • Βενετσιάνο, Ντομένικο — (Domenico Veneziano, Βενετία 1406 – 1461). Ιταλός ζωγράφος. Επιδόθηκε από πολύ νωρίς στην ελαιογραφία και απέκτησε μεγάλη φήμη στην Ιταλία όπου εργάστηκε στη διακόσμηση ναών. Στη Φλωρεντία ανέλαβε να διακοσμήσει ένα παρεκκλήσι μαζί με τον Αντρέα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • τυφλώνομαι — τυφλώνομαι, τυφλώθηκα, τυφλωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυφλώνω — τύφλωσα, τυφλώθηκα, τυφλωμένος 1. κάνω κάποιον στραβό, του στερώ την όραση, τον, στραβώνω: Τυφλώθηκε από μια έκρηξη. 2. θαμπώνω την όραση, τη λιγοστεύω πολύ: Μας τύφλωσε το αυτοκίνητο με τον προβολέα του. 3. μτφ., σκοτίζω την κρίση κάποιου, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»